en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ NOEMΒΡΙΟΥ 2018


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιστ΄ 19-31)
4  Νοεμβρίου 2018

Ἡ σημερινή Εὐαγγελική Περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀφορᾶ  στήν Παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Σήμερα δέν θά κάνουμε δικές μας σκέψεις μέ ἀφορμή τά ἀναφερόμενα πρόσωπα καί τίς συμπεριφορές τους, ἀλλά θά ἀκούσουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἕνα ἐκ τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν  τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά ἔχουμε  μεῖζον πνευματικό ὄφελος.

Ἀπευθυνόμενος, τότε, στό ποίμνιό του κατά τήν ἀντίστοιχη Κυριακή, εἶπε : « Ἀργά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τό ἔκανε τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού δέν καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό πόρτα του.

Καί τότε κατάλαβε καλά τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού μέχρι τότε ποτέ δέν εἶχε καταλάβει.

Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νά ψάξει τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει ἐκείνη τή διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά δεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του. Δηλαδή ἕνα συνάνθρωπο, στή θέση τοῦ ὁποίου θά μποροῦσε κάποτε νά βρεθεῖ καί ὁ ἴδιος• καί εἶχε γι᾿ αὐτό τόν λόγο χρέος νά τόν συμπονάει.

Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθεῖ τότε ὁ πλούσιος, ἐνῶ τώρα ἔφθασε στό ἀντίθετο ἄκρο. Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά ἔχει χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν "ἔτσουζε". Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά βουτήξει ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλῶσσα, διότι ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).

Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἐκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά μᾶς ἀνακουφίσει καί νά μᾶς δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά, πού εἶναι ἡ συναίσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.

Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου, ἡ ποινή θά εἶναι ἀνάλογη μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.

Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό. Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί τήν ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό.

Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι' αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή; Ζητάει μιά σταγόνα νερό.

Ποῖος; Ἐκεῖνος, πού τά εἶχε ὅλα καί στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ἕνα ψίχουλο ψωμί.

Τόν ἔκαμε ὁ Θεός νά ποθήσει μιά σταγόνα νερό, γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια καί πόσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί ὅλοι μας στήν ἀνάγκη τῶν ἄλλων ».


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ι΄ 25-37)
11  Νοεμβρίου 2018

Ὁ Κύριος, στὴ σημερινὴ παραβολή, πρωτοποριακὰ ἀπελευθερώνει τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον ἀπὸ τὰ στενὰ  γεωγραφικά, φυλετικὰ καὶ θρησκευτικὰ ὅρια. Ὁ Χριστὸς τονίζει ὅτι δὲν ὑπάρχουν ὅρια στὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη, ἀδιακρίτως ἔθνους, φυλῆς, θρησκευτικοῦ πιστεύω, κοινωνικῆς τάξεως, ἢ εὐθύνης γιὰ τὴν κατάστασή του. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ οὐσιαστικὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλησίον σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ χρειάζεται τὴν βοήθειά μας.

Ὁ Κύριος ἀποκαλυπτικὰ θέτει ἔμμεσα ἕνα ἀκόμη ἀμείλικτο ἐρώτημα. Ποιὸς ἔχει τὴν εὐαισθησία νὰ κατανοεῖ καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀνακαλύπτει τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἐντολῆς περὶ ἀγάπης τοῦ πλησίον;

Ποιός τελικὰ τηρεῖ τὸν Νόμο; Αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται ἐξ ὑποχρεώσεως μὲ τὸ λειτουργικὸ καὶ θρησκευτικὸ τυπικό, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ λευΐτες, ἢ ἕνας ξένος μὲ αὐτά, ὅπως ἦταν ὁ Σαμαρείτης, ποὺ βλέπει μὲ καθαρὸ μάτι καὶ αὐθόρμητη καρδιὰ τὸν συνάνθρωπό του, χωρὶς θρησκευτικὲς καὶ φυλετικὲς προκαταλήψεις; Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνταποκρίνεται ἔμπρακτα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀγνώστου πλησίον;

Θεωρητικὰ οἱ χριστιανοὶ συμφωνοῦμε μὲ τὴ νέα αὐτὴ διάσταση τῆς ἔννοιας τοῦ «πλησίον», ποὺ διευκρινίζει ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Στὴν ἔμπρακτη πραγματικότητα ὅμως  τί γίνεται;

Τὸ πρόβλημα  λοιπὸν  στὴν προσωπική μας ζωὴ εἶναι τὸ πῶς ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ ἀποδοχὴ τοῦ μηνύματος τῆς σημερινῆς παραβολῆς θὰ προχωρήσουμε στὴν πρακτικὴ συμμόρφωση. Ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς ἀγάπης, ποὺ δέχονται ὅλοι μὲ λόγια, στὴν βίωση καὶ ἐφαρμογή της, ποὺ εἶναι δύσκολη καὶ δὲν βεβαιώνεται γύρω μας.

Γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἂς προσέξουμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀγάπης, ὅπως αὐτὰ ἀποκαλύπτονται στὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἁπλοῦ πρωταγωνιστὴ τῆς παραβολῆς.

Ὁ Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίζεται καὶ φροντίζει τὸν ἄτυχο ὁδοιπόρο. Σπεύδει ἀπρόσκλητα. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ κακὸ ποὺ ἔκαμαν οἱ ληστές, ἢ τὴν ἀδιαφορία καὶ ἀσπλαγχνία ποὺ ἐπέδειξαν οἱ ἄλλοι. Ὁ ἴδιος προσωπικὰ κάνει τὸ χρέος του. Τὸ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι τί κάνουν ἢ τί δὲν κάνουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ πῶς ἐμεῖς συμπεριφερόμαστε στὶς συγκεκριμένες καταστάσεις.

Ἕ­να ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη κο­στί­ζει. Εἶ­ναι μί­α ὀ­δυ­νη­ρὴ πα­ραί­τη­ση ἀ­πὸ πράγ­μα­τα ποὺ δι­και­ού­μα­στε, τὸ χρῆ­μα, τὸν χρό­νο, τὸ κα­θη­με­ρι­νὸ πρό­γραμ­μα. Ὁ Σα­μα­ρεί­της κα­θυ­στε­ρεῖ τὸ τα­ξί­δι του, βα­δί­ζει πε­ζός, θέ­τει στὴ δι­ά­θε­ση τοῦ τραυ­μα­τί­α ὅ,­τι ἔ­χει

Ἡ ἀ­γά­πη δὲν ἀ­φή­νει καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει τὸ κα­λὸ νὰ γί­νε­ται λει­ψά. Ἂν συ­χνὰ εἴ­μα­στε ἀ­νί­κα­νοι νὰ μι­μη­θοῦ­με τὸν Σα­μα­ρεί­τη, εἶ­ναι για­τὶ θὰ θέ­λα­με νὰ ἀ­γα­πή­σου­με μὲ τὸ ἀ­ζη­μί­ω­το. Ὅ­ποιος ὅμως ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ ἀ­γα­πᾶ, ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ στε­ρη­θεῖ δι­κά του δι­και­ώ­μα­τα καὶ ἀ­γα­θά. Ἔ­πει­τα ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ ἀ­να­ζή­τη­ση ἀν­ταλ­λαγ­μά­των, ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ τὸν βρα­χνᾶ τῆς ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως. Δὲν ἐ­νερ­γεῖ γιὰ νὰ φα­νεῖ καὶ γιὰ νὰ ἐ­παι­νε­θεῖ. Ὁ ἐρημικὸς τόπος στὸν ὁποῖο ἕδρασε ὁ Σαμαρείτης, βεβαιώνει πὼς ἐνεργοῦσε χω­ρὶς νὰ πε­ρι­μέ­νει ἀν­τάλ­λαγ­μα.

Τέ­λος, ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἤ­ρε­μη δύ­να­μη, πι­ὸ ἰ­σχυ­ρὴ καὶ ἀ­πὸ τὸν θά­να­το. Δὲν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στὴ δι­ά­σω­ση τοῦ τραυ­μα­τί­α, ἀλ­λὰ τελικὰ στὴ νί­κη πά­νω στὸν φό­βο τοῦ θα­νά­του. Οἱ δύ­ο ἄν­θρω­ποι ποὺ προ­η­γή­θη­καν τοῦ Σα­μα­ρεί­τη, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καὶ ὁ Λευ­ΐ­της, ἔ­φυ­γαν τρο­μαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν τό­πο τοῦ δρά­μα­τος.

Ὁ Σα­μα­ρεί­της, ὅ­μως, προ­χω­ρεῖ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ καὶ γεν­ναῖ­α, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ κάθε κίν­δυ­νο, ἐπειδὴ «ἡ ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τὸν φό­βο».

«Τίς οὖν τού­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λη­στάς;», ἐ­ρω­τᾶ τὸν κα­θέ­να μας ὁ Κύ­ρι­ος. Τὴν ἀ­πάν­τη­ση τὴν ξέ­ρου­με. «Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ'᾿ αὐ­τοῦ». Ὅ­μως αὐ­τὸ δὲν φθά­νει, δι­ό­τι ἀ­παι­τεῖ­ται καὶ ἡ μί­μη­ση, δη­λα­δὴ τὸ «Πο­ρεύ­ου καὶ σὺ ποί­ει ὁ­μοί­ως».

Ἄς διαμορφώσουμε ἀδελφοὶ τὴν στάση μας σὲ αὐτὴ τὴν προτροπὴ μὲ προ­σω­πι­κὴ συμ­με­το­χὴ στὸν πό­νο τοῦ πλη­σί­ον, τοῦ κά­θε πλη­σί­ον, μὲ μί­α ἀ­γά­πη ποὺ στοι­χί­ζει, ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἱ­κα­νὴ νὰ νι­κή­σει τὸν θά­να­το τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀδιαφορίας ποὺ χωρίζει τὸν κόσμο σήμερα.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιβ΄ 16-21)
18 Νοεμβρίου 2018

Ἡ σημε­ρι­νὴ εὐαγ­γε­λι­κὴ περι­κο­πή, ἀδελ­φοί μου, λέγε­ται «παρα­βο­λὴ τοῦ ἄφρο­νος πλου­σί­ου». Ἡ ἀφορ­μὴ γιὰ νὰ τὴν διη­γη­θεῖ ὁ Κύρι­ος δόθη­κε ἀπὸ τὸ ἑξῆς περι­στα­τι­κό. Κάποι­ος ἀπὸ τοὺς ἀκρο­α­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ τὸν πλη­σί­α­σε καὶ τοῦ εἶπε: «Διδά­σκα­λε εἶπε τῷ ἀδελ­φῷ μου μερί­σα­σθαι τὴν κλη­ρο­νο­μία μετ᾿ ἐμοῦ» (Λουκ. 12, 1) καὶ ἔλα­βε ὡς ἀπάν­τη­ση τὸ ἐρώ­τη­μα «τίς με κατέ­στη­σε δικα­στὴν ἢ μερι­στὴν ἐφ᾿ὑμᾶς;». Ὅταν δυὸ ἀδέλ­φια, ποὺ μετα­ξύ τους συν­δέ­ον­ται μὲ δεσμοὺς αἵμα­τος, πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀδελ­φο­σύ­νη βάζουν τὴν πλε­ο­νε­ξία, ποι­ός μπο­ρεῖ νὰ τοὺς ἀλλά­ξει γνώ­μη καὶ νὰ τοὺς συμ­βι­βά­σει; Ἡ πλε­ο­νε­ξία ἀφαι­ρεῖ ἀπὸ τὴν καρ­διὰ κάθε ἀνθρώ­που κάθε εὐγε­νι­κὸ συναί­σθη­μα, ἀκό­μα καὶ πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέλ­φια. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύρι­ος ἄφη­σε τὸν πλε­ο­νέ­κτη ἀδελ­φό, ἐστρά­φη πρὸς τοὺς ἀκρο­α­τές του καὶ εἶπε «ὁρᾶ­τε καὶ φυλάσ­σε­σθε ἀπὸ πάσης πλε­ο­νε­ξί­ας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισ­σεύ­ειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν ὑπαρ­χόν­των αὐτοῦ (Λουκ. 12, 15). Δὲν ἐξαρ­τᾶ­ται ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ τὰ περισ­σεύ­μα­τα τῶν ὑπαρ­χόν­των του, γι᾿ αὐτὸ ἂς προ­σέ­χει καὶ ἂς προ­φυ­λάσ­σει ὁ καθέ­νας τὸν ἑαυ­τό του ἀπὸ κάθε πλε­ο­νε­ξία. Καὶ γιὰ νὰ ἀντι­λη­φθοῦν ὅλοι ὅτι ἡ πλε­ο­νε­ξία εἶναι ἀφρο­σύ­νη καὶ ὁδη­γεῖ σὲ ψυχι­κὸ καὶ σωμα­τι­κὸ ὄλε­θρο, διη­γή­θη­κε τὴν παρα­βο­λὴ τοῦ «ἄφρο­νος πλου­σί­ου».

Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ πλου­σί­ου τῆς παρα­βο­λῆς εἶναι πρά­γμα­τι ἀφρο­σύ­νη. Διό­τι  λησμο­νεῖ τὸν Θεὸν τὴν ὥρα τῆς εὐφο­ρί­ας τῶν ἀγρῶν του. Λησμο­νεῖ ἢ μᾶλ­λον δὲν πιστεύ­ει ὅτι ὁ Θεὸς κυβερ­νᾶ τὸν κόσμο καὶ ὅτι, ἂν Ἐκεῖ­νος δὲν θέλει, ὅσο καὶ ἂν κοπι­ά­σει, οὔτε οἱ ἀγροί του οὔτε τὰ χωρά­φια του θὰ ἀπέ­δι­δαν καρ­πούς οὔτε οἱ ἐλι­ές του στα­γό­να λάδι. Λησμο­νεῖ ὅτι ἔχει προι­κι­σθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ἀθά­να­τη ψυχὴ καὶ ἔχει ὑπο­χρέ­ω­ση νὰ τὴν καλ­λι­ερ­γή­σει. Ξεχνᾶ ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν δια­τρέ­φε­ται μὲ προ­ϊ­όν­τα καὶ καρ­ποὺς τῆς γῆς καὶ ὑλι­κὰ μέσα. Ἔτσι γίνε­ται ὁ ἴδι­ος δολο­φό­νος τῆς ψυχῆς του. Τί μεγά­λη στ'᾿ ἀλή­θεια ἀφρο­σύ­νη.

Ὅμως προ­χω­ρεῖ καὶ σὲ ἄλλη ἀφροσύνη ὁ πλού­σι­ος. Παρα­με­λεῖ καὶ ἀγνο­εῖ τοὺς συναν­θρώ­πους του. Ἡ στά­ση του εἶναι προ­κλη­τι­κή. Χωρὶς συναί­σθη­ση καὶ χωρὶς ντρο­πὴ τακτο­ποι­εῖ τὰ ἔσο­δα ἀπὸ τὴ εὐφο­ρία τῶν καρ­πῶν τῆς γῆς του μόνο γιὰ τὸν ἑαυ­τό του «συνά­ξω πάν­τα τὰ γεν­νή­μα­τά μου καὶ τὰ ἀγα­θά μου». Γκρέ­μι­σε ὁ πλού­σι­ος τὶς ἀπο­θῆ­κες του καὶ ἔκτι­σε μεγα­λύ­τε­ρες. Κου­ρά­στη­κε πολὺ μέχρι νὰ συγκεντρώσει τὰ ἀγα­θά του. Ξάπλω­σε κατό­πιν νὰ ξεκου­ρα­στεῖ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν ἀγω­νία καὶ γεμᾶ­τος αὐτα­ρέ­σκεια μονο­λο­γοῦ­σε. «Ψυχή μου, ἔχεις πολ­λὰ ἀγα­θὰ γιὰ πολ­λά χρόνια. Ἀνα­παύ­ου, φάγε, πίε, εὐφραί­νου».

Ἀφρο­σύ­νη σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο, ἀφοῦ ἀκού­γε­ται ἡ φωνὴ ποὺ δὲν περιμένει κανεὶς καὶ  προσ­γει­ώ­νει στὴν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα. «Ταύ­τη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαι­τοῦ­σιν ἀπό σοῦ, ἃ δὲ ἠτοί­μα­σας τίνι ἔσται;» Ἀνό­η­τε ἄνθρω­πε, ἐστή­ρι­ξες τὴ ζωὴ στὸν πλοῦ­το σου τὸν ὁποῖο ὁρί­ζεις. Τὴ ζωή σου ὅμως δὲν σκέφθηκες ὅτι ἄλλος τὴν ὁρί­ζει;

Ὁ πλού­σι­ος τῆς παρα­βο­λῆς εἶναι ὁ ἄνθρω­πος τοῦ ἐνα­γώ­νι­ου κόπου. Ἡ πλε­ο­νε­ξία του ἀπο­βλέ­πει στὴν προ­σω­πι­κή του ἱκα­νο­ποί­η­ση καὶ αὐτή του ἡ διάθεση τὸν ὁδη­γεῖ στὸ νὰ ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους καὶ ἑπομένως καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ. Μένει ἔρη­μος καὶ δυστυ­χὴς καὶ δὲν ἔχει ἀπάν­τη­ση στὸ ἐρώ­τη­μα «ἃ ἠτοί­μα­σας τίνι ἔσται;». Ὁ ἄφρων καὶ πλε­ο­νέ­κτης δὲν πιστεύ­ει στὸν Θεὸ, δὲν ἀγα­πᾶ τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ δὲν αἰσθάνεται τίποτε γιὰ ὅ,τι προσωπικὰ δὲν τὸν ἀφορᾶ καὶ ἔτσι ἔχει δολο­φο­νή­σει τὴν ψυχή του. Δὲν ξέρει τίνος εἶναι ὅσα συγ­κέν­τρω­σε καὶ πέρασε ἡ ζωή του μέσα σὲ μιὰ ἀγωνία. 

Ἀδελ­φοί μου, ἂς ἔχου­με πάν­τα στὸ μυα­λό μας τὴ φρά­ση τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου «ταύ­τη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σου ἀπαι­τοῦ­σιν ἀπὸ σοῦ» καὶ ἂς ἀκού­σου­με τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρί­ου μας «γίνε­σθε ἕτοι­μοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖ­τε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἔρχε­ται (Λουκ. 12-40). Τοῦ­το ἰσχύ­ει γιὰ ὅλους, πλου­σί­ους καὶ φτω­χούς. Ἄφρο­νες καὶ συνε­τούς, ἔνθε­ους καὶ μή. Γιαυτὸ «γρη­γο­ρεῖ­τε καὶ προ­σεύ­χε­σθε». Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κρί­νει ἀνά­λο­γα μὲ τὸν χρό­νο ποὺ ζήσα­με, ἀλλὰ ἀνά­λο­γα μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρε­τῆς ποὺ κάνα­με καὶ γιὰ ὅσα δὲν κάναμε.

Ἀδιάκοπο αἴτη­μα στὴν προ­σευ­χή μας νὰ εἶναι ἡ παράκλησή μας  «τὸν ὑπό­λοι­πον χρό­νον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρή­νῃ καὶ μετα­νοίᾳ ἐκτε­λέ­σαι», ὥστε τὰ τέλη μας νὰ ἀποβοῦν «χρι­στι­α­νά, ἀνώ­δυ­να, ἀνε­παί­σχυν­τα, εἰρη­νι­κά», χωρὶς ἀφρο­σύ­νη, γιὰ νὰ ἔχου­με «καλὴν ἀπο­λο­γί­αν ἐπὶ τοῦ φοβε­ροῦ βήμα­τος τοῦ Χρι­στοῦ». Ἀμήν.                

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄ 18-27)
25 Νοεμβρίου 2018

Ἀνι­χνευ­τὴς τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ νοσταλ­γὸς τῆς χαρᾶς τοῦ παρα­δεί­σου ἐμφα­νί­ζε­ται, ἀδελ­φοί μου, ὁ πλού­σι­ος νέος του εὐαγ­γε­λί­ου. Πλη­σι­ά­ζει τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ζητή­σει τὴν συμ­βου­λὴ Του «ἵνα ζωὴν αἰώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σῃ». Καὶ ὁ μεγά­λος Διδά­σκα­λος τοῦ θύμι­σε τὶς ἐντο­λὲς τοῦ δεκα­λό­γου ποὺ μιλᾶ­νε γιὰ τὸ σεβα­σμὸ τῆς τιμῆς, τῆς ζωῆς, τῆς περι­ου­σί­ας, τὰ καθή­κον­τα γιὰ τοὺς γονεῖς. Τοῦ ἔδει­ξε τὸ σωστὸ δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ στὴν ἠθι­κὴ τελει­ό­τη­τα. Ἀλλὰ ὅταν ὁ πλού­σι­ος εἶπε πὼς «ταῦ­τα πάν­τα ἐφυ­λα­ξά­μην ἐκ νεό­τη­τός μου», ὁ Κύρι­ος τοῦ ἀπάν­τη­σε «ἔτι ἕν σοι λεί­πει». Ὅσο καὶ ἂν νόμι­ζε πὼς κατέ­χει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν ἔτσι. Ὑστε­ροῦ­σε τελικὰ στὴν πνευ­μα­τι­κή του ζωή, ἀλλὰ δὲν τὸ κατα­λά­βαι­νε.

Εἶναι δύσκο­λο νὰ ἀπαν­τή­σει  κανεὶς στὸ ἐρώ­τη­μα «πόσες εἶναι ὁ στι­γμὲς τοῦ ἀνθρώ­που, ποὺ κατα­φέρ­νει νὰ ζεῖ μὲ πλή­ρη αὐτο­συ­νει­δη­σία», ὅταν τὶς περισ­σό­τε­ρες ὥρες του τὶς περ­νᾶ χωρὶς καλά-καλὰ νὰ τὶς νοι­ώ­σει, νὰ τὶς ζεῖ. Βέβαια αὐτὸ συνέ­βαι­νε πάν­τα μὲ τὸν ἄνθρω­πο, ἀλλὰ σήμε­ρα μὲ τὸ κυνη­γη­τὸ τῆς βιο­πά­λης καὶ τοῦ ἄγχους, μὲ τὴν πρα­γμα­τι­κὴ ἢ ψεύ­τι­κη αὔξη­ση τῶν ἀναγ­κῶν, ἐλά­χι­στος ἀπο­μέ­νει χρό­νος γιὰ τὰ μεγά­λα καὶ οὐσιαστικὰ ἐρω­τή­μα­τα «τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω;».

Σήμε­ρα οἱ κοι­νω­νι­κὲς ὑπο­χρε­ώ­σεις καὶ αὔριο οἱ ἐπαγ­γελ­μα­τι­κὲς  ἔρχον­ται νὰ ὑπο­τά­ξουν καὶ νὰ στραγ­γα­λί­σουν τὴν ἐλευ­θε­ρία τῆς ἀνθρώ­πι­νης καρ­δι­ᾶς.

Κάπο­τε ὅμως αὐτὴ ἡ σκλα­βω­μέ­νη ψυχὴ μέσα ἀπὸ ποικίλα γεγονότα τῆς ζωῆς βρί­σκει τὸ θάρ­ρος νὰ τοπο­θε­τη­θεῖ μπρὸς στὸ μεγά­λο ἐρώ­τη­μα «Τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω». Ἀσφα­λῶς ὁ νέος της περι­κο­πῆς θὰ εἶχε πολ­λὰ πρά­γμα­τα κατα­φέ­ρει μέχρι τότε στὴ ζωή του. Φαί­νε­ται ὅμως πὼς ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἱκα­νο­ποι­οῦ­σαν, δὲν γέμι­ζαν τὴν ψυχή του, δὲν τοῦ ἔδι­ναν τὴν πλη­ρο­φο­ρία ὅτι ὅλα πήγαι­ναν καλά. Αὐτὴ ἀκρι­βῶς ἡ ἀνη­συ­χία εἶναι ἡ ἀσί­γα­στη ἐπι­θυ­μία τῆς ψυχῆς, ποὺ θέλει νὰ βάλει τὸν ἄνθρω­πο στὸν δρό­μο τῆς αἰω­νι­ό­τη­τος. Για­τί μόνον αὐτὴ ξέρει πὼς ὅλες οἱ ἀνθρώ­πι­νες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες δὲν ἔχουν καμ­μία ἀξία, ἂν δὲν συν­το­νί­ζον­ται στὴ συχνό­τη­τα τῆς αἰω­νι­ό­τη­τος. Για­τί μόνον αὐτὴ ἀξι­ο­ποι­εῖ τὸν ἄνθρω­πο καὶ τὰ ἐπι­τεύ­γμα­τά του. Θὰ ἄντε­χε ἆρα­γὲ ὁ ἄνθρω­πος τὴ ζωὴ στὴ γῆ χωρὶς νὰ  νοη­μα­τί­ζεται μὲ ὅ,τι προ­φέ­ρει ὁ κόσμος τῆς ψυχῆς του;

Τοῦ­το τὸ ἐρώ­τη­μα πρέ­πει πολὺ συχνὰ νὰ θέτει ὁ ἄνθρω­πος στὸν ἑαυ­τό του. Νὰ ρωτάει μὲ εἰλι­κρί­νεια «τί ἔκα­να, γιὰ νὰ κερ­δί­σω τὴν ἀθα­να­σία;», διότι αὐτὸ θὰ τὸν βοη­θή­σει νὰ ἀξι­ο­λο­γή­σει τὰ ἔργα του μέχρι σήμε­ρα. Θὰ μετρή­σει τὶς σκέ­ψεις του μὲ τὴν αἰώ­νια λογι­κή, θὰ ζυγί­σει τὰ ἔργα του στὴ ζυγα­ριὰ τῶν αἰω­νί­ων ἀξι­ῶν καὶ θὰ καλλιεργήσει τὸν πόθο γιὰ τὴν κατά­κτη­ση τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ.

Λυπημένο εἶδαν οἱ μαθη­τὲς τὸν πλού­σιο νέο νὰ φεύ­γει μέσα στὸ σύν­νε­φο τῆς δυσκο­λίας γιὰ σωτη­ρί­α, καθὼς ὁ Θεάν­θρω­πος τὴν ἀνέ­πτυ­ξε καὶ τὴν στή­ρι­ξε πάνω στὴ θυσία. Θὰ ἔλε­γε κανεὶς πὼς καὶ οἱ μαθη­τὲς ποὺ τόσο κον­τὰ ζοῦ­σαν μὲ τὸν Ἰησοῦ, εἶχαν ἀπελ­πι­στεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ρωτοῦν τὸν Διδά­σκα­λο «τὶς δύνα­ται σωθῆ­ναι;». Καὶ ἡ ἀπάν­τη­σις τοῦ Κυρίου «τὰ ἀδύ­να­τα παρ'᾿ ἀνθρώ­ποις δυνα­τὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν», ἀνα­πτε­ρώ­νει τὸν ἄνθρω­πο καὶ τοῦ προ­σφέ­ρει τὴν βεβαι­ό­τη­τα γιὰ τὴν νίκη καὶ τὴν κατά­κτη­ση τῆς σωτη­ρί­ας. Ὅ,τι γιὰ τὸν ἄνθρω­πο εἶναι ἀφάν­τα­στα δύσκο­λο ἢ ἀκα­τόρ­θω­το γιὰ τὸν Κύριο εἶναι μηδα­μι­νό, για­τί Ἐκεῖ­νος θέλει τὴ σωτη­ρί­α μας. Μένει σὲ μᾶς νὰ ἀσκή­σου­με βία στὸν ἑαυ­τό μας γιὰ τὸ σκο­πὸ αὐτό. Ἀπὸ τὴν στι­γμὴ ποὺ ἀνα­γνω­ρί­ζου­με τὶς ἐλλεί­ψεις καὶ τὶς ἀστο­χί­ες μας, γίνε­ται τὸ ξεκί­νη­μα τῆς νίκης. Ἂν πιστεύ­ου­με ὅτι ὑστε­ροῦ­με ἔναν­τι τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἁγι­ό­της δὲν εἶναι μακριά. Ἂν τὴν ὑπό­δει­ξη τοῦ Κυρί­ου μας «δεῦ­ρο ἀκο­λού­θει μοι» δὲν τὴν δεχθοῦ­με, ὅπως ἔκα­νε ὁ πλού­σι­ος νέος του εὐαγ­γε­λί­ου, τότε δὲν θὰ μᾶς εἶναι εὔκο­λο νὰ λέμε «πάν­τα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυ­να­μοῦν­τι με Χρι­στῷ» (Φιλιπ. 4-13).  Καὶ ὅταν κανεὶς ἀκο­λου­θεῖ Ἐκεῖ­νον, ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυ­τό του σὲ Ἐκεῖ­νον, δὲν ρωτά­ει πλέ­ον πῶς θὰ κερ­δί­σει τὴν αἰώ­νι­ον ζωήν, για­τί ὁ Χρι­στὸς εἶναι παρὼν καὶ εὐλο­γεῖ.

Ὁ πλού­σι­ος νέος τῆς παρα­βο­λῆς ἦταν ἐλεύ­θε­ρος ἀπὸ μεγά­λες ἁμαρ­τί­ες. Τὸν ἐμπό­δι­ζαν στὴν πνευ­μα­τι­κή του ἄνο­δο καὶ τελει­ό­τη­τα τὰ πλού­τη του καὶ ἡ προ­σκόλ­λη­σή του σὲ αὐτά. Ἔδι­νε μεγα­λύ­τε­ρη ἀξία στὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, τὰ πρόσκαι­ρα, παρὰ στὸν αἰώ­νιο Θεό. Ἡ ὑπέρ­με­τρη ἀγά­πη του πρὸς τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θὰ καὶ τὰ κτή­μα­τα, τοῦ στέ­ρη­σε τὴν ἠθι­κὴ τελει­ό­τη­τα καὶ τὸν ἀπε­μά­κρυ­νε ἀπὸ τὸν Θεό. «Δυσκό­λως γὰρ οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔχον­τες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ».    

Ἀδελ­φοί μου, ἡ Ἐκκλη­σία δὲν δικαι­ώ­νει οὔτε τὸν πλοῦ­το οὔτε τὴν φτώ­χεια. Οὔτε πτω­χὸς θὰ κλη­ρο­νο­μή­σει τὴν βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι πτω­χός, οὔτε πλού­σι­ος θὰ τὴν χάσει, ἐπειδὴ εἶναι πλού­σι­ος. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀπα­λάσ­σει τὸν πρῶ­το ἀπὸ τὴν ἀπό­γνω­ση καὶ τὸν δεύ­τε­ρο ἀπὸ τὴν φυλαρ­γυ­ρία, ὁπό­τε ἀπο­λαμ­βά­νουν τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ πλού­σι­οι καὶ πτω­χοί, ἄν τὶς θέλουν. Γένοιτο. 


 


Κηρύγματα Νοεμβρίου 2018 pdf