en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωαν. δ΄ 5-42)
6 Μα­ΐου 2018

    «Ὃς ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕ­δα­τος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ δι­ψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».

Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, διακονεῖ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς τραυματισμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία συνάντησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, στὸ πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας. Τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει Ἐκεῖνος, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος καὶ γιατί μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.Μὲ αὐ­τὸν τὸν λόγο ὁ Κύ­ριος, ὅ­πως ἀ­κού­σαμε στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα, δι­α­κο­νεῖ τὴ σω­τη­ρία αὐ­τῆς τῆς τραυ­μα­τι­σμέ­νης ψυ­χῆς, τὴν ὁ­ποία συ­νάν­τησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰ­α­κώβ, στὸ πρό­σωπο τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς Σα­μα­ρεί­τι­δας γυ­ναίκας. Τῆς ἀ­πο­κα­λύ­πτει με­γά­λες ἀ­λή­θειες. Με­ταξὺ τῶν ἄλ­λων τῆς εἶπε ὅτι ὅ­ποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δί­νει Ἐ­κεῖ­νος, δὲν θὰ δι­ψά­σει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοι­πὸν ποιὰ εἶ­ναι ἡ δίψα τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν ὁ­ποία ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ Κύ­ριος καὶ γι­ατί μόνο Ἐ­κεῖ­νος μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει.

    Ὁ Κύ­ριος δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ σω­μα­τικὴ δίψα ἀλλὰ γιὰ τοὺς με­γά­λους καὶ ἀσί­γα­στους πό­θους τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς. Αὐ­τοὺς τοὺς πό­θους τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς «δίψα», γιὰ νὰ φα­νε­ρώ­σει πόσο ἔν­το­νοι εἶ­ναι,· δι­ότι ἡ δίψα εἶ­ναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔν­τονα αἰ­σθή­ματα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ πρέ­πει σύν­τομα νὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ, γιὰ νὰ πα­ρα­μεί­νει ὁ ἄν­θρω­πος στὴ ζωή. Δὲν ἀν­τέ­χει χω­ρὶς νερὸ παρὰ ἐ­λά­χι­στες ἡ­μέ­ρες.

    Καὶ ποιοὶ εἶ­ναι αὐ­τοὶ οἱ πό­θοι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς ποὺ ζη­τοῦν ὁ­πωσ­δή­ποτε ἱ­κα­νο­ποί­ηση; Εἶ­ναι ὁ πό­θος γιὰ ἀ­φθαρ­σία καὶ ἀ­θα­να­σία. Λυ­πᾶ­ται ὁ ἄνθρω­πος γιὰ τὴ φθορὰ ποὺ βλέ­πει νὰ κυ­ρι­αρ­χεῖ στὸν πα­ρόντα κό­σμο καὶ κυρίως γιὰ τὴ φθορὰ στὸ σῶμα του: ποὺ ἀρ­ρω­σταί­νει, ποὺ γερνᾶ, καὶ τὸ χει­ρό­τερο, ποὺ πε­θαί­νει. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν δη­μι­ουρ­γή­θηκε γιὰ τὸν θά­νατο ἀλλὰ γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζωή. Γι’᾿αὐτὸ ἀ­πο­στρέ­φε­ται τὸν θά­νατο, συγ­κλο­νί­ζε­ται ἀπὸ τὸν θά­νατο. Δὲν θέ­λει νὰ πε­θά­νει.

    Πο­θεῖ ἐ­πί­σης τὴν τε­λει­ό­τητα καὶ μά­λι­στα τὴν τε­λει­ό­τητα στὴν ἀ­ρετή. Θέ­λει νὰ εἶ­ναι τέ­λειος σὲ ὅλα, ἄ­μεμ­πτος, κα­θα­ρὸς ἀπὸ κάθε ἀ­τέ­λεια, ἀπὸ κάθε ἐ­λάτ­τωμα. Ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἔ­χει ἀκατη­γό­ρητη συ­νεί­δηση. Ἀ­γαπᾶ τὴν ἀ­ρετή, τὴν θαυ­μά­ζει. Θέ­λει νὰ νὰ ἀ­να­δει­χθεῖ, νὰ δο­ξα­σθεῖ. Δι­ψάει τὴ χαρά, τὴν εὐ­τυ­χία.

Πό­θοι δι­ά­φο­ροι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς. Ποιὸς ὅ­μως μπο­ρεῖ νὰ τοὺς ἱκα­νο­ποι­ή­σει;

Μόνο ὁ Χρι­στὸς ξε­διψᾶ τὸν ἄν­θρωπο.

«Ἡ δίψα τῶν ἀν­θρω­πί­νων ψυ­χῶν», γρά­φει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λαος ὁ Κα­βά­σι­λας, «ἀ­πεί­ρου δεῖ­ταί τι­νος ὕ­δα­τος». Ἡ δίψα τῆς ἀν­θρώπι­νης ψυ­χῆς χρει­ά­ζε­ται κά­ποιο νερὸ ποὺ νὰ μὴν τε­λει­ώ­νει ποτέ, νὰ εἶ­ναι ἄ­πειροαὐ­τὸς ὁ κό­σμος μὲ ὅλα τὰ ἀ­γαθά του εἶ­ναι πε­πε­ρα­σμέ­νος, ἔ­χει ὅ­ρια, πῶς μπο­ρεῖ νὰ ἐ­παρ­κέ­σει; Καὶ αὐτὸ τὸ ἄ­πειρο νερὸ εἶ­ναι ἡ θεία Χά­ρις, ὁ Θεὸς κοι­νω­νού­με­νος. Μόνο ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ ξε­δι­ψά­σει τὸν ἄν­θρωπο, ὁ Θεὸς ὁ ἄ­φθαρ­τος, ὁ ἀ­θά­να­τος, ποὺ ἔ­χει κάθε τε­λει­ό­τητα σὲ ἄ­πειρο βα­θμό, ὁ μό­νος Ἅ­γιος, ἡ πηγὴ κάθε ἀ­γα­θοῦ.

Γι’᾿αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐ­νην­θρώ­πησε, γιὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τὸν ἄν­θρωπο στὸ Θεό, γιὰ νὰ σβή­σει τὴν ἀν­θρώ­πινη δίψα, ποὺ τε­λικὰ δὲν εἶ­ναι παρὰ ἕ­νας πό­θος: ὁ πό­θος γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Χρι­στό. Δι­ότι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος «κατ’ εἰ­κόνα» καὶ «καθ’᾿ὁ­μοί­ω­σιν» Θεοῦ. Ἔ­χει θε­ϊκὰ γνω­ρί­σματα καὶ εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νος, ἄν τὸ θε­λή­σει, νὰ γί­νει θεός – τί­ποτε λι­γό­τερο! Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἔμ­φυτη τὴν ἀ­να­ζή­τηση τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι «ὁ μό­νος ἐ­πι­θυ­μη­τός, οὗ τυ­χοῦ­σιν οὐκ ἔνι ζη­τεῖν πε­ραι­τέρω», γρά­φει πάλι ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λαος ὁ Κα­βά­σι­λας. Εἶ­ναι ὁ μό­νος ποὺ ἐ­πι­θυ­μεῖ ἡ ἀν­θρώ­πινη ψυχή. Κι ὅ­σοι Τὸν βροῦν δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ζη­τή­σουν τί­ποτε ἄλλο στὴ ζωή τους. Στα­μα­τοῦν τὴν ἀ­γω­νι­ώδη ἀ­να­ζή­τηση. Ἀ­να­παύ­ον­ται πλή­ρως. Εἶ­ναι αὐτὸ ἀ­κρι­βῶς ποὺ εἶπε σή­μερα στὴ Σα­μα­ρεί­τιδα ὁ Κύ­ριος «οὐ μὴ δι­ψήσῃ εἰς τὸν αἰ­ῶνα».

Ἆ­ραγε κα­τα­λα­βαί­νουμε αὐτὰ τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρίου; Ὅ­ποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δί­νει ὁ Κύ­ριος ξε­διψᾶ τε­λείως. Τὸ ζοῦμε αὐτό; Ἂν ναί, εἴ­μα­στε μα­κά­ριοι· κι ἂς τρέ­ξουμε σὰν τὴ Σα­μα­ρεί­τιδα νὰ ὁ­δη­γή­σουμε κι ἄλ­λες ψυ­χὲς στὴν πηγὴ τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ νε­ροῦ. Ἂν ὄχι, ἂς μὴν ἀ­πο­γο­η­τευ­θοῦμε. Δόξα τῷ Θεῷ, ξέρουμε ποῦ θὰ ξε­δι­ψά­σουμε. Νὰ ἀ­γω­νι­σθοῦμε φι­λό­τιμα. Καὶ θὰ βροῦμε ὁπωσ­δή­ποτε τὸν Χρι­στό· ἢ μᾶλ­λον Ἐ­κεῖ­νος θὰ μᾶς βρεῖ, θὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ καὶ θὰ μᾶς ξε­δι­ψά­σει. Αὐ­τὸς ποὺ εἶ­ναι ἀ­κού­ρα­στος νὰ ἀ­γαπᾶ καὶ νὰ κα­τα­δι­ώ­κει τὴν κάθε ψυχή, γιὰ νὰ τῆς χα­ρί­σει «τὸ ὕ­δωρ τὸ ἀλ­λό­με­νον εἰς ζωὴν αἰ­ώ­νιον».

        Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ἰ­ωάν. θ΄ 1-38)
13 Μα­ΐου 2018

«Ἓν οἶδα, ὅτι τυ­φλὸς ὢν ἄρτι βλέπω».Ἔ­λαμψε στὴ ση­με­ρινὴ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ ἡ ἀ­γάπη τοῦ Κυ­ρίου καὶ ἡ παν­το­δυ­να­μία Του. Θε­ρά­πευσε ἕ­ναν ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλό, ἕ­ναν ἀ­όμ­ματο. Ἔ­λαμψε ὅμως καὶ ἡ ἀ­ρετὴ τοῦ θε­ρα­πευ­μέ­νου τυ­φλοῦ, ὁ ὁ­ποῖος ὁ­μο­λό­γησε μὲ ὑ­πο­δει­γμα­τικὸ τρόπο τὴν ἀ­λή­θεια γιὰ τὴ θε­ρα­πεία του καὶ γιὰ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ὅσο Τὸν εἶχε γνω­ρί­σει. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀ­φορμὴ ἂς δοῦμε ποιὰ εἶ­ναι τὰ γνω­ρί­σματα τῆς ὁ­μο­λο­γίας τοῦ τυ­φλοῦ καὶ πῶς θὰ μπο­ρέ­σουμε καὶ ἐ­μεῖς νὰ ὁ­μο­λο­γοῦμε θε­ά­ρε­στα τὴν πί­στη μας.

Ἡ ὁ­μο­λο­γία τοῦ τυ­φλοῦ δι­α­κρί­νε­ται πρῶτα-πρῶτα ἀπὸ ἀν­δρεία. Ὁ τυ­φλὸς μὲ θάρ­ρος ὁ­μο­λό­γησε τί εἶχε συμ­βεῖ, χω­ρὶς νὰ φο­βη­θεῖ τοὺς Φα­ρι­σαί­ους καὶ χωρὶς νὰ ὑ­πο­κύ­ψει στὶς πι­έ­σεις τους. Οἱ Φα­ρι­σαῖοι μι­σοῦ­σαν τὸν Κύ­ριο καὶ εἶ­χαν ἀπει­λή­σει ὅτι ὅ­ποιος Τὸν ὁ­μο­λο­γοῦσε ὡς Μεσ­σία θὰ γι­νό­ταν ἀ­πο­συ­νά­γω­γος. Ἦταν φο­βερὴ τι­μω­ρία νὰ γί­νει κα­νεὶς ἀ­πο­συ­νά­γω­γος. Θὰ λέ­γαμε σή­μερα, δὲν θὰ μπο­ροῦσε νὰ πάει στὴν ἐκ­κλη­σία οὔτε νὰ συμ­με­τά­σχει στὰ ἱ­ερὰ Μυ­στή­ρια, θὰ τὸν κρα­τοῦ­σαν ὅ­λοι σὲ ἀ­πό­σταση σὰν μι­α­σμένο καὶ θὰ τοῦ ἔ­κλει­ναν τὴν πόρτα. Οἱ γο­νεῖς τοῦ πρώην τυ­φλοῦ φο­βή­θη­καν, δὲν ὁ­μο­λό­γη­σανὁ ἴ­διος ἀν­τί­θετα ἔδειξε ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο θάρ­ρος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέ­χρι τὸ τέ­λος τῆς ἀ­να­κρί­σεως ποὺ τοῦ ἔ­κα­ναν οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Κυ­ρίου.

     Ἔδειξε θάρρος, ὄχι ὅμως καὶ θράσος. Ἡ ὁμολογία του ξεχωρίζει καὶ γιὰ τὸ ἀνώτερο ἦθος της. Ἂν καὶ κατάλαβε τὴ δολιότητα τῶν Ἰουδαίων, δὲν θύμωσε οὔτε τοὺς ἤλεγξε. Ἀπαντοῦσε σταθερά, μὲ εὐθύτητα καὶ ἠρεμία. Καὶ ὅταν τὸν χλεύασαν καὶ τὸν ἔδιωξαν, δὲν ἀνταπέδωσε.

Τέ­λος, ἡ ὁ­μο­λο­γία του εἶχε λο­γικὰ ἐ­πι­χει­ρή­ματα. Ὁ συλ­λο­γι­σμός του εἶχε ὡς ἑ­ξῆς: «Ὁ Θεὸς δὲν εἰ­σα­κούει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Ἰ­η­σοῦς μοῦ ἔ­κανε θαῦμα πρω­το­φα­νές, ποὺ μόνο μὲ τὴ δύ­ναμη τοῦ Θεοῦ μπο­ροῦσε νὰ γί­νει. Ἄρα ὁ Ἰ­η­σοῦς δὲν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς ἀλλὰ ἄν­θρω­πος τοῦ Θεοῦ». Κρυ­στάλ­λινη λογική, στὴν ὁ­ποία οἱ Φα­ρι­σαῖοι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ ἀν­τι­τά­ξουν παρὰ μόνο ὕ­βρεις καὶ βία.

Ἂς ἔρ­θουμε ὅ­μως σὲ μᾶς. Πῶς ὁ­μο­λο­γοῦμε τὴν πί­στη μας στὸν Κύ­ριο; Ἡ ἀ­πάν­τηση εἶ­ναι ἁ­πλή. Ὁ­μο­λο­γοῦμε τὴν πί­στη μας, μό­νον ἐὰν τὴν ζοῦμε. Ὁ Κύριος σὲ ἄλλη πε­ρί­πτωση εἶχε πεῖ « ὅ­ποιος μὲ ὁ­μο­λο­γή­σει εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νος μαζί μου » δη­λαδὴ ὁ­μο­λο­γεῖ κα­νεὶς τὸν Χρι­στὸ ὄχι μὲ τὴ δική του δύ­ναμη ἀλλὰ μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς θείας Χά­ρι­τος. Ἀν­τί­στοιχα ὁ τυ­φλὸς ὁ­μο­λό­γησε αὐτὸ ποὺ ἔ­ζησε, ἡ ὁ­μο­λο­γία του ἦ­ταν κα­τά­θεση τῆς ἐμ­πει­ρίας του. Εἶπε «Ἂν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς ὁ Ἰ­η­σοῦς, δὲν τὸ ξέρω. Ἕνα πρά­γμα ξέρω, ὅτι ἤ­μουν τυ­φλὸς καὶ τώρα βλέπω».

Νὰ συν­δε­θοῦμε λοι­πὸν στενὰ μὲ τὸν Κύ­ριο. Νὰ Τὸν γνω­ρί­σουμε ἀ­λη­θινά. Νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουμε νὰ ἑ­νω­νό­μα­στε μαζί Του. Νὰ γί­νει ἡ θεία Κοι­νω­νία τὸ κέν­τρο τῆς ζωῆς μας. Ὅ­ταν γνω­ρί­σουμε τὸν Χρι­στό, τότε ἡ πί­στη μας σ’᾿ Ἐ­κεῖ­νον θὰ γίνει τόσο δυ­νατὴ καὶ ἡ ἀ­γάπη μας τόσο φλο­γερή, ὥ­στε δὲν θὰ μπο­ροῦμε νὰ μὴν Τὸν ὁ­μο­λο­γοῦμε. Δὲν θὰ ἀμ­φι­τα­λαν­τευ­ό­μα­στε προ­κει­μέ­νου νὰ Τὸν ὑ­πε­ρα­σπι­σθοῦμε, ἀ­κόμη κι ἂν μᾶς ἀ­πει­λοῦν μὲ θά­νατο. Ἀ­φοῦ θὰ πο­θοῦμε νὰ ζή­σουν καὶ οἱ ἄλ­λοι τὴ χαρὰ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζωῆς, αὐ­θόρ­μητα θὰ τὴν ὁ­μο­λο­γοῦμε.

Ὀ­φεί­λουμε οἱ Χρι­στι­α­νοὶ ποὺ ζοῦμε τὸν Χρι­στὸ νὰ ἔ­χουμε τὸ θάρ­ρος νὰ Τὸν ὁ­μο­λο­γοῦμε. Τὸ ἔ­χει ἀ­νάγκη ἡ κοι­νω­νία μας, ἡ τόσο ἀ­πο­στα­τη­μένη, στὴν ὁποία ὑ­πάρ­χει τόση ἄ­γνοια καὶ τόση ἐ­χθρό­τητα ἐ­ναν­τίον τῆς Πί­στεως. Ὅ­ποιος ἀν­τέ­ξει νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει τὸν Χρι­στό, ὅ­ποιος βα­στά­σει τὸ ὄ­νομα τοῦ Χρι­στοῦ, θὰ ὠ­φε­λή­σει πολ­λὲς κα­λο­προ­αί­ρε­τες ψυ­χὲς ποὺ ζοῦν μέσα στὸ σκο­τάδι. Αὐ­τὸς θὰ στη­ρί­ξει καὶ τοὺς ἀ­δύ­να­μους πι­στούς. Θὰ ὑ­πο­στεῖ ἴ­σως τὴν ἀ­πόρ­ριψη ὅ­σων ζοῦν καὶ ἀ­γα­ποῦν τὸ σκο­τάδι. Ἀλλὰ ἂς μὴ φο­βη­θεῖ. Ὁ Κύ­ριος θὰ τοῦ χα­ρί­σει τὸν στέφανο τῆς Βα­σι­λείας Του, Αὐ­τὸς ποὺ στε­φα­νώ­νει ὅ­σους ὑ­πο­φέ­ρουν γιὰ τὴν ἀ­γάπη Του.

        Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ἰ­ωάν. ιζ΄1-13 )
20 Μα­ΐου 2018

«Ἐγώ σε ἐ­δό­ξασα ἐπὶ τῆς γῆς».Τὴ ση­με­ρινὴ Κυ­ρι­ακὴ τι­μοῦμε τὴ μνήμη τῶν Ἁ­γίων Πα­τέ­ρων τῆς Α΄´ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Ἡ Σύ­νο­δος αὐτὴ συγ­κλή­θηκε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βι­θυ­νίας, μιὰ πόλη τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σίας, γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πιση τῆς αἱ­ρέ­σεως τοῦ Ἀ­ρείου. Τὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ Ἀ­νά­γνω­σμα, σχε­τικὸ μὲ τὴν ἑ­ορτή, εἶ­ναι τὸ πρῶτο μέ­ρος τῆς Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς Προ­σευ­χῆς τοῦ Κυ­ρίου, δη­λαδὴ τῆς προσευ­χῆς ποὺ ἀ­πηύ­θυνε ὁ Κύ­ριος λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πά­θος Του. Στὴν ἀρχή της ὁ Κύ­ριος λέει ὅτι δό­ξασε τὸν ἐ­που­ρά­νιο Πα­τέρα Του στὴ γῆ «Ἐγώ σε ἐ­δό­ξασα ἐπὶ τῆς γῆς». Ἂς δοῦμε λοι­πὸν σή­μερα πῶς δό­ξασε ὁ Κύ­ριος τὸν Θεὸ Πα­τέρα, πῶς Τὸν δό­ξα­σαν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες ποὺ τι­μοῦμε σή­μερα, καὶ ποιὸ εἶ­ναι τὸ δικό μας χρέος.

Ὁ Κύ­ριος δό­ξασε τὸν Πα­τέρα Του στὴ γῆ μὲ ὁ­λό­κληρη ἀ­σφα­λῶς τὴ ζωή Του. Τὸν δό­ξασε ὅ­μως καὶ μὲ τὴ φα­νέ­ρωση τῆς ἀ­λή­θειας περὶ Θεοῦ. Στὴν πρὸ Χρι­στοῦ ἐ­ποχὴ λα­τρεύ­ον­ταν καὶ δο­ξά­ζον­ταν πολ­λοὶ ψεύ­τι­κοι θεοί ποὺ· πίσω ἀπὸ αὐ­τοὺς κρύ­βον­ταν οἱ δαί­μο­νες.

Ὁ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κα­τήρ­γησε τὴ δόξα τῶν ψεύ­τι­κων θεῶν, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας στοὺς ἀν­θρώ­πους ποιὸς εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θεός, ὁ μόνος ἄ­ξιος νὰ δο­ξά­ζε­ται. Γι’ αὐτὸ ἄλ­λω­στε ἦλθε στὸν κό­σμο, ὅ­πως δι­ε­κή­ρυξε ὁ Ἴ­διος, «ἵνα μαρ­τυ­ρήσῃ τῇ ἀ­λη­θείᾳ»,·γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει καὶ κη­ρύ­ξει τὴν ἀ­λή­θεια περὶ τοῦ Θεοῦ.

Ἀ­πο­κά­λυψε δη­λαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς εἶ­ναι Τρι­α­δι­κός, ὁ Πα­τήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅ­γιο. Καὶ ὅτι αὐ­τὸς ὁ ἐν Τρι­άδι Θεός ἀ­γα­πάει τὸν ἁ­μαρ­τωλὸ καὶ θέ­λει τὴ σω­τη­ρία του·καὶ ὅτι γι’ αὐτὴ τὴ σω­τη­ρία τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ ἀν­θρώ­που ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, ὁ Υἱὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θεοῦ ἔ­γινε καὶ ἄν­θρω­πος, γιὰ νὰ προσφέ­ρει τὸν Ἑ­αυτό Του θυ­σία «ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κό­σμου ζωῆς καὶ σω­τη­ρίας», γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ σω­θεῖ ὁ κό­σμος.

Κι ὅ­ταν κά­ποιοι σκαν­δα­λί­σθη­καν ἀπὸ τὰ λό­για Του, δὲν θέ­λησε νὰ ἀλ­λά­ξει τὴ δι­δα­σκα­λία Του, ἀλλὰ ρώ­τησε τοὺς μα­θη­τές Του «Μή­πως θέ­λετε κι ἐ­σεῖς νὰ φύ­γετε;». Ἤ­θελε νὰ δο­ξά­σει τὸν Θεό, νὰ πα­ρα­δώ­σει ἀ­νό­θευτη τὴν ἀλή­θεια ποὺ σώ­ζει, χω­ρὶς νὰ ἐ­πι­ζη­τεῖ ὀ­πα­δούς.

Κατὰ τὸ τέ­λειο πα­ρά­δει­γμα τοῦ Κυ­ρίου, καὶ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου δό­ξα­σαν τὸν Θεὸ μὲ τὴ θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λία τους κατὰ τὴ σύγ­κληση τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς.

Δὲν συγ­κεν­τρώ­θη­καν γιὰ τὴ δική τους δόξα. Μία ἦ­ταν ἡ ἀ­γω­νία τους: νὰ μεί­νει ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη ἡ ἐν Χρι­στῷ ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖσα ἀ­λή­θεια,·νὰ μὴν ἀλ­λά­ξει ἡ ἀ­λή­θεια τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στεως,·νὰ φυ­λα­χθεῖ ἔτσι ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως τὴν κή­ρυξε ὁ Κύ­ριος καὶ τὴν δί­δα­ξαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι. Γνώ­ρι­ζαν ὅτι μεί­ωση τῆς ἀ­λή­θειας περὶ Θεοῦ σή­μαινε μεί­ωση τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ.

Αὐ­τοὶ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες ἦ­ταν ἡ γε­νιὰ ποὺ εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὶς Κα­τα­κόμ­βες μό­λις πρὶν ἀπὸ λίγα χρό­νια. Καὶ ἔ­φε­ραν τὰ στί­γματα τοῦ Κυ­ρίου στὸ σῶμα τους. Ἄλ­λος εἶχε κομ­μένη μύτη, ἄλ­λος ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμένο χέρι, καὶ γε­νικὰ εἶ­χαν ὑ­πο­στεῖ βα­σα­νι­στή­ρια, ἐ­πειδὴ δὲν εἶ­χαν θε­λή­σει νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ προ­σκυ­νή­σουν τὰ εἴ­δωλα. Εἶ­χαν δο­ξά­σει τὸ ὄ­νομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ στα­θερὴ ὁ­μο­λο­γία τους· καὶ τώρα στὴ Σύ­νοδο δό­ξα­σαν τὸν Θεὸ δι­α­τυ­πώ­νον­τας, μὲ τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος, τὴν ἀ­λή­θεια ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Θεὸς ἀλη­θι­νός, ὁ­μο­ού­σιος μὲ τὸν Πα­τέρα.

Χρέος δικό μας λοι­πὸν εἶ­ναι νὰ κρα­τοῦμε ἀ­νό­θευτη τὴν ἀ­λή­θεια, γιὰ νὰ δο­ξά­ζε­ται ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νὸς ἐν Τρι­άδι Θεός, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς καὶ ὁ Θεὸς Πα­τὴρ καὶ τὸ Πα­νά­γιο Πνεῦμα. Νὰ φυ­λάτ­τουμε δη­λαδὴ τὴν Ὀρ­θό­δοξη Πί­στη μας ἀ­νό­θευτη καὶ νὰ τὴν ὁ­μο­λο­γοῦμε. Βε­βαίως σε­βό­μα­στε τοὺς ἑ­τε­ρό­δο­ξους καὶ τοὺς ἀλ­λό­θρη­σκους, ἀλλὰ πι­στεύ­ουμε ὅτι μία εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, ἕ­νας εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θεὸς καὶ ὅτι μόνο ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Σω­τὴρ τοῦ κό­σμου. Ὅ­ποιος δο­ξά­ζει τὸν Θεό, αὐ­τὸς κερ­δί­ζει. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἡ ζωή μας, ἡ εὐ­τυ­χία μας, ἡ αἰ­ώ­νια σω­τη­ρία μας. Νὰ μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Κύ­ριος νὰ τὴν γευ­θοῦμε. Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰ­ωάν. ζ΄ 37-52, η΄18)
27 Μα­ΐου 2018

Κυ­ρι­ακὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Με­γάλη ἡ ση­με­ρινὴ ἑ­ορτὴ γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σία, ἀ­φοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς πο­ρείας της στὴν ἱ­στο­ρία γιὰ τὸν ἄν­θρωπο καὶ τὸν κό­σμο. Κι αὐτὴ τὴ με­γάλη ἡ­μέρα πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ Χρι­στὸς μέσα ἀπὸ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, νὰ κα­λεῖ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους νά ’ρθουν νὰ πι­οῦν ἀπὸ τὸ δικό Του νερό, τὸ αἰ­ώ­νιο, γιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σουν.

Ὁ Χρι­στὸς κα­λεῖ συ­νε­χῶς, ὅ­πως τότε καὶ τώρα καὶ πάντα ἐ­κεί­νους ποὺ δι­ψοῦν καὶ πει­νοῦν γιὰ τὴ δι­και­ο­σύνη Του καὶ τὴν ἀ­γάπη Του. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρός με καὶ πι­νέτω», ἀ­φοῦ ἡ πηγὴ εἶ­ναι πάντα ρέ­ουσα καὶ παρέ­χει τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν».

Καὶ σ’ ἐ­κεί­νους, ποὺ κλει­σμέ­νοι σὰν μέσα σὲ σκο­τεινὸ σπή­λαιο -ἔτσι τοὺς φαν­τά­σθηκε ὁ ἀρ­χαῖος φι­λό­σο­φος στὴν «Πο­λι­τεία του» - ἐ­να­γώ­νια ζητοῦν νὰ μά­θουν τὴν ἀ­λή­θεια, ὁ Χρι­στὸς θὰ δι­α­κη­ρύσ­σει πὼς «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κό­σμου». Ἐνῷ δὲ ὁ Χρι­στὸς δι­α­κη­ρύσ­σει αὐ­τὲς τὶς αἰ­ώ­νιες ἀ­λή­θειες καὶ ἐνῷ ἡ Ἐκ­κλη­σία προ­βάλ­λει συ­νε­χῶς τὸ πρό­σωπό Του, ὑ­πάρ­χουν καὶ ἐκεῖ­νοι ποὺ Τὸν το­πο­θε­τοῦν μέσα στὰ ἐγ­κό­σμια πλαί­σια. Καὶ οἱ ἄλ­λοι ποὺ Τὸν ἀμ­φι­σβη­τοῦν καὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται πο­νηρά.

Δὲν ἔ­λει­ψαν οὔτε τότε μὰ οὔτε καὶ τώρα οἱ ἀμ­φι­σβη­τοῦν­τες καὶ οἱ ἀρνού­με­νοι, ὅ­πως στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο στὴν πε­ρι­γραφὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ὁ ὁ­ποῖος μι­λάει γιὰ τοὺς ἄρ­χον­τες, δη­λαδὴ τοὺς πνευ­μα­τι­κούς, κοι­νω­νι­κοὺς καὶ πο­λι­τι­κούς τα­γούς. Ὅ­λοι αὐ­τοὶ βά­ζουν τὰ πρά­γματα τῆς ζωῆς σὲ τάξη κατὰ πὼς ὁ­ρί­ζει καὶ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει ὁ νό­μος. Γι­ατὶ γνω­ρί­ζουν μὲν τὸν νόμο, μὰ δὲν γνω­ρί­ζουν τὴν πί­στη τοῦ λαοῦ μήτε κα­τα­δέ­χον­ται νὰ ἀ­σχο­λη­θοῦν μὲ αὐ­τήν.

Ἐὰν ὅ­μως ἔτσι το­πο­θε­τή­σουμε τὰ πρά­γματα καὶ τοὺς δώ­σουμε αὐτὴ τὴ δι­ά­σταση, τότε βε­βαίως ὁ νό­μος εἶ­ναι ἡ λύση. Γι’ αὐτὸ εἶ­ναι πλα­νε­μέ­νος καὶ ἄ­θλιος ὅ­ποιος τὸν ἀ­γνοεῖ. «Ὁ ὄ­χλος οὗ­τος, ὁ μὴ γι­νώ­σκων τὸν νό­μον, ἐπι­κα­τά­ρα­τοι εἰ­σίν».

αὐτὰ ὑ­πάρ­χουν καὶ πο­ρεύ­ον­ται κατὰ τοὺς ἀμ­φι­σβη­τοῦν­τες ἢ ἀρνου­μέ­νους τὴν πρα­γμα­τικὴ ἀ­λή­θεια, ὅ­πως ἐκ­φρά­ζε­ται ἀπὸ τὸν Χρι­στό, κα­τα­γρά­φε­ται στὰ ἱ­ερὰ Εὐ­αγ­γέ­λια, δι­α­φυ­λάσ­σε­ται καὶ κη­ρύσ­σε­ται ἀπὸ τὴν Ἐκ­κλη­σία.

Γι’ αὐτὸ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀμ­φι­σβη­τοῦν τὸν Χρι­στὸ καὶ προ­βάλ­λουν τὴν δική τους γνώμη ὡς ἀ­λή­θεια, ἐ­πειδὴ κά­ποιες φο­ρὲς ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ τὴν ἐ­πι­βά­λουν στὸ λαό, «κα­τα­ρι­ῶν­ται τοὺς ἀν­θρώ­πους γιὰ τὴν ἄ­γνοια καὶ τὴν ἀ­μά­θειά τους!».

 Μά, ἐὰν προ­σέ­ξουμε κα­λύ­τερα στὰ χρό­νια ποὺ πέ­ρα­σαν, θὰ πα­ρα­τη­ρή­σουμε πὼς ὑ­πάρ­χουν τὰ ἴ­δια πρά­γματα. Δη­λαδὴ ἐ­παναλαμ­βά­νε­ται ἡ πρόσκληση τοῦ Χρι­στοῦ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρός με καὶ πι­νέτω» καὶ ὑ­πάρ­χουν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ Τὸν ὁ­μο­λο­γοῦν δί­χως καλά-καλά νὰ Τὸν γνω­ρί­ζουν. Καὶ πιὸ ἐ­κεῖ αὐ­τοὶ ποὺ κα­λο­προ­αί­ρετα ἀμ­φι­βάλ­λουν. Τέ­λος δὲ ἐ­κεῖ­νοι «ποὺ ἥ­συ­χοι καὶ κα­το­χυ­ρω­μέ­νοι στὴν ἐ­ξου­σία, Τὸν ἀρ­νοῦν­ται».

 Ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ πε­ρι­πτώ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ὑ­πάρ­χουν στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Μὰ ὑ­πάρ­χουν ἀ­κόμη καὶ στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τητά μας. Καὶ συμ­βαί­νει αὐτό, γι­ατὶ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι μοι­ρα­σμέ­νοι κατὰ πὼς ὁ κα­θέ­νας γνω­ρί­ζει καὶ βι­ώ­νει τὸν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ.

 Ἔτσι, ὁ κάθε ἄν­θρω­πος, ἀ­κόμη κι αὐ­τοὶ οἱ λε­γό­με­νοι ἄν­θρω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σίας, θέ­λει νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἀπὸ μό­νος του ὡς αὐ­θεν­τία. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι νὰ πέ­φτει σὲ λάθη, νὰ κα­τα­κερ­μα­τί­ζει τὸ οὐ­ρά­νιο μήνυμα, νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ, ἔ­στω καὶ ἄ­θελά του, αἱ­ρε­τι­κὲς δι­δα­σκα­λίες καὶ πλάνες. Καὶ τέ­λος, ποὺ εἶ­ναι καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τερο, νὰ ἀ­χρη­στεύει τὸν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ.

 Ὀ­φεί­λουμε ὅ­μως νὰ γνω­ρί­ζουμε πὼς ἀπὸ μό­νοι μας ἀ­δυ­να­τοῦμε νὰ ἑρμη­νεύ­σουμε σω­στὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, γι’ αὐτὸ μᾶς χρει­ά­ζε­ται ἡ πα­ρου­σία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος. Αὐτὸ ἄλ­λω­στε ἑ­ορ­τά­ζουμε σή­μερα, δη­λαδὴ τὴν κά­θοδο τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος καὶ τὴν ἀπὸ τότε πα­ρου­σία του στὸν κό­σμο καὶ τὸν ἄν­θρωπο. Καὶ μιὰ μο­νάχα προ­σευχὴ κά­νουμε νὰ μέ­νει πάντα μαζί μας, γιὰ νὰ μᾶς κα­θο­δη­γεῖ στὸν σω­στὸ καὶ ἀ­λη­θινὸ δρόμο,νὰ μᾶς ἐ­νι­σχύει στὶς μικρὲς καὶ με­γά­λες ἀ­δυ­να­μίες μας,νὰ μᾶς βο­η­θάει νὰ ση­κω­θοῦμε ἀπὸ τὶς πολ­λὲς πτώ­σεις μας καὶ νὰ μᾶς ἁ­γι­ά­ζει κα­θη­με­ρινὰ μὲ τὴν χάρη Του. Ἀ­μήν.

 


 

Κηρύγματα Μαΐου 2018 pdf