en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ 2017


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰωαν. ε΄1-15 )
7 Μαΐου 2017

Τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὁ παράλυτος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἐταλαιπωρεῖτο μὲ τὴν δική του δοκιμασία. Ἴσως νὰ πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του στὴ στοὰ τῆς θαυματουργικῆς κολυμβήθρας Βηθεσδά. Μάταια ὅμως περίμενε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θὰ τὸν συμπονοῦσε καὶ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ μπεῖ στὴν κολυμβήθρα μόλις θὰ ταρασσόταν τὸ ὕδωρ.

Τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε χάσει κάθε ἐλπίδα ὁ παραλυτικὸς τῆς περικοπῆς μας, συνάντησε τὸν Χριστό. Ὁ μόνος Φιλάνθρωπος, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ποὺ κάθε χρόνο ἔστελνε ἐκεῖ τὸν ἄγγελό του γιὰ νὰ ταράσσει τὸ νερὸ καί νά σώζεται ὁ πρῶτος ποὺ ριχνόταν σὲ αὐτό, ἦλθε τώρα ὁ ἴδιος. Ἀπευθύνεται στὸν παράλυτο καὶ τοῦ λέει: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» Ὁ Κύριος ὁπωσδήποτε δὲν ἀπηύθυνε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ἔχοντας ἀμφιβολία, ἀλλὰ διότι θέλησε νὰ παρακινήσει τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο νὰ συνειδητοποιήσει τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας του. Ὁ παραλυτικὸς δὲν ἀπήντησε εὐθέως στὴν ἐρώτηση, ἀλλὰ ἐμμέσως ἐξέφρασε τὸ παράπονο ποὺ τὸν πλημμύριζε: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν, ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει». Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ Κύριος ἔδωσε ἀμέσως τὴν ὑγεία στὸν παραλυτικὸ καὶ τοῦ συνέστησε νὰ σηκώσει στὸν ὦμο τὸ κρεβάτι του καὶ νὰ περπατήσει. «Ἔγειρε, ἄρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Ὁ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ παράλυτος γίνεται ὑγιὴς καὶ μὲ συνέπεια στὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου, τὸ διαπιστώνει ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ τόσοι ἄλλοι ποὺ παρευρίσκονταν κοντά του. Πῆρε στὸν ὦμο του τὸ κρεβάτι πάνω στὸ ὁποῖο τόσα χρόνια ἦταν κατάκοιτος.

Τὸ βαθὺ παράπονο τοῦ Παραλυτικοῦ, ἀδελφοί μου, «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἀντηχεῖ μέχρι καὶ σήμερα στὴ σύγχρονη κολυμβήθρα τῆς κοινωνίας μας. Αὐτὸ δημιουργεῖ τὸ δικό μας χρέος νὰ συμπαραστεκόμαστε μὲ κάθε τρόπο καὶ νὰ ἐκφράζουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ κάθε πονεμένο συνάνθρωπό μας. Ἡ ἀδιαφορία τῶν συνανθρώπων τοῦ Παραλυτικοῦ, εἶχε παραλύσει τὴν ψυχή του καὶ τὶς ἀντοχές της βαθύτερα ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ὅπως ἀκριβῶς κάνει καὶ σὲ μᾶς ὁ πόνος, ἡ θλίψη καὶ κάθε ἄλλου εἴδους δοκιμασία ποὺ παρουσιάζονται στὴ ζωή μας καὶ μᾶς ἀφήνουν πιὸ μόνους. Σήμερα οἱ «παραλυτικοὶ» αὐξήθηκαν ὅσο ποτέ. Καὶ εἶναι ὀδυνηρὴ ἀλήθεια, ἐπειδὴ δὲν χρειάζονται τόσο τὴν ὑλικὴ βοήθειά μας, ὅσο τὸ οὐσιαστικὸ νοιάξιμό μας. Ἂς συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ θεραπεία ποὺ πρόσφερε ὁ Χριστὸς δὲν ἀφοροῦσε μόνο τὸ σῶμα, ἀλλὰ πάντοτε καὶ κυρίως τὴν ψυχή. Δηλαδὴ τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς συνέπειες ποὺ αὐτὲς ἔφερναν καὶ στὸ σῶμα.

Στὴν ἐποχή μας ποὺ ἰδιαίτερα ὑπάρχει πνευματικὴ ἐρημιά, στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ χρεωκόπησε σὲ ἀρετὲς καὶ ἀξίες, ἀνοίγει μπροστά μας ὁ δρόμος γιὰ νὰ βοηθήσουμε συναθρώπους μας ποὺ βρίσκονται βυθισμένοι στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νὰ βροῦν τὸν δρόμο τους καὶ νὰ φθάσουν στὸν Χριστό. Τὸν Μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ κάθε ἀσθένεια ἀποκαθιστῶντας τὴν ψυχοσωματική μας ὑγεία. Νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ γίνουν ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε μέσα ἀπὸ τὰ Μυστήρια νὰ βιώνουν τὴ Χάρη Του.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ παράπονο τοῦ παραλυτικοῦ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἀποτυπώνει τὴν συνεχιζόμενη πραγματικότητα καὶ στὴ δική μας ἐποχή. Περιδιαβαίνοντας τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς μας, ἂς πλησιάσουμε κάθε συνάνθρωπο, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου πρέπει νά ἀντικρύζουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία ἀγάπης μποροῦμε νὰ διαφυλάξουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας, προκειμένου νὰ παύσει νὰ ἐπιβεβαιώνεται ἡ μοναξιά μας. Ἀμήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωαν. δ΄ 5-42)
14 Μαΐου 2017

Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναφέρεται στήν συνάντηση ποὺ εἶχε ὁ Κύριος μὲ μιὰ Σαμαρείτιδα γυναῖκα, ἡ ὁποία παρὰ τὴν ἁμαρτωλή της βιωτή, ἦταν ὅπως ἀποδεικνύεται ἄνθρωπος πίστεως καὶ ποιότητας. Ἡ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Κύριο ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή, ἐνῶ ἦταν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀσχολεῖτο μὲ τὰ καθημερινά, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἄντληση καὶ μεταφορὰ ὕδατος, ἐντούτοις μελετοῦσε, καὶ ἄρα γνώριζε, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐπαγγελίες τῶν προφητῶν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Τὸ ὅτι νικήθηκε ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ἡδονή, καθὼς λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὸ δὲν τὴν κατέστησε ἀκάθαρτη καὶ ἀπόβλητη στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐπιβεβαίωσε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθε γιὰ αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἁμαρτωλούς. «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες».

Ἡ Σαμαρείτιδα ἀποδείχθηκε κρυμμένος μαργαρίτης, ἕνα πολύτιμο πετράδι, ποὺ ἂν καὶ ἀναμεμιγμένο μὲ τὴν ἁμαρτία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Δεσπότη. Εἶχε εὐγένεια ψυχῆς καὶ μεγάλη δεκτικότητα καὶ προσφερόταν γιὰ σπορὰ καὶ καρποφορία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ γυναῖκα χωρὶς ὅρια ἠθικῆς δὲν χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν ἀπιστία, ἀλλὰ εἶχε συναίσθηση τοῦ ποιὰ ἦταν καὶ πῶς ζοῦσε. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐπιλέγει νὰ μεταβεῖ στὸ πηγάδι. Ἡ Σαμαρείτιδα πηγαίνει γιὰ νερὸ τὴν ὥρα τοῦ μεγάλου καύσωνος, ὅταν δηλαδὴ ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν βρισκόταν κανεὶς ἄλλος ἐκεῖ, ἐχοντας τὴν διάθεση νὰ ἀποφύγει τὰ σκωπτικὰ καὶ προσβλητικὰ σχόλια γιὰ τὴν ἄστατη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή της. Φαίνεται ἀπὸ τὸν διάλογό της μὲ τὸν Χριστό, νὰ εἶχε πίστη καὶ νὰ μελετοῦσε τοὺς προφῆτες. Γι’ αὐτὸ καὶ τελικά, ὅταν συνάντησε τὸν Κύριο καὶ γνώρισε τὴν ἀποκάλυψή Του στὴν ψυχή της, πίστεψε εἰλικρινά.

Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Χριστός, γνωρίζοντας ποιὰ ἦταν ἡ Σαμαρείτιδα καὶ τὴ δεκτικότητα ποὺ εἶχε, πάει στὸ φρέαρ τὴ συγκεκριμένη ὥρα τῆς ἡμέρας καὶ ἀπομακρύνει καὶ τοὺς μαθητές του, ὥστε ἀπερίσπαστα νὰ συνομιλήσει μαζί της, στοχεύοντας νὰ τὴν ἀγρεύσει στὴ σωτηρία. Μάλιστα ἡ Σαμαρείτιδα ἁλιεύτηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ καὶ ὁ Παῦλος ἐπιλέγηκε γιὰ τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἁμαρτωλὸς ὁ Παῦλος καὶ διώκτης τοῦ Χριστοῦ, ἁμαρτωλὴ καὶ ἡ Σαμαρείτιδα, ποὺ διὰ τῶν ἁμαρτιῶν της ἔβλαπτε ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους. Παρόλα αὐτὰ οὔτε ὁ Παῦλος οὔτε ἡ Σαμαρείτιδα ἀπορρίφθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιλέγηκαν καὶ ἐν τέλει πιάστηκαν στὰ δίκτυα τῆς ἀγάπης Του καὶ καταστάθηκαν κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ εἰδικότερα ἡ Σαμαρείτιδα γίνεται μέτοχος μεγαλύτερων ἀποκαλύψεων ἀπὸ ὅ,τι οἱ Ἀπόστολοι. Ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτοὺς καὶ ἔγινε πιστευτὴ μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὁπότε καὶ στερεώθηκε καὶ ἡ πίστη τους. Στὴ Σαμαρείτιδα, ὅμως, τὴν ἁμαρτωλὸ γυναῖκα, ἡ ὁποία οὔτε θαύματα εἶδε, οὔτε ἦταν παροῦσα σὲ θαύματα ἀναστάσεως ἢ θεραπεῖες, τῆς ἀποκαλύπτεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ μεσσιανικότητά του καὶ τὸν κηρύσσει Προφήτη.

Εἶναι ὄντως θαυμαστὴ ἡ μεταβολὴ ποὺ ἐπῆλθε στὴ Σαμαρείτιδα. Προϋπόθεση, ὅμως, τῆς ριζικῆς μεταστροφῆς της δὲν ἦταν μόνο ἡ ἐσωτερική της δίψα γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ἡ διάκριση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς τῆς ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο ζωῆς της καὶ τοὺς ἄνομους δεσμούς της, χωρὶς νὰ τὴν κατακρίνει ἢ νὰ τὴν ἐξουδενώσει ἢ νὰ δείξει φθόνο καὶ ἀποστροφὴ πρὸς αὐτή. Γι’ αὐτὸ καὶ μίλησε κατευθείαν στὴν καρδία της, συγκινῶντας την καὶ ἑλκύοντάς την στὴν πίστη καὶ τὴ σωτηρία. Τὸ ζῶν ὕδωρ ποὺ τῆς προσέφερε, τὸ ζωογόνο, τὸ ἄφθονο, τὸ ἀνεξάντλητο, δὲν τὸ ἔλαβε ὡς ἄντλημα ἀπὸ τὸ παρακείμενο φρέαρ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια κοινωνεῖ τοῦ ζῶντος ὕδατος, ἐγκαταλείπει τὸ παρελθόν της καὶ γίνεται ἔκτοτε καὶ ἡ ἴδια «πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» γιὰ τοὺς ἄλλους.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ιωάν. θ΄ 1-38)
21 Μαΐου 2017

Ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι μεγάλα, ὅλα φανερώνουν τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου· οἱ θεραπεῖες τῶν ἀσθενῶν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν του, οἱ ἰάσεις τῶν παραλύτων μὲ ἕνα μόνο λόγο Του «σήκω ἐπάνω καὶ περπάτα», οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν. Κάθε θαῦμα ἔχει καὶ ἕνα ξεχωριστὸ σημεῖο, ποὺ τὸ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἄλλα. Τὸ ἀναφερόμενο σήμερα διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα θαύματα σὲ τοῦτο: βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ παίρνει ἀπὸ τὴ γῆ χῶμα καὶ μὲ πτύσμα νὰ φτιάχνει μάτια στὸν ἀόμματο τυφλό. Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ὄχι ἁπλῶς δὲν ἔβλεπε, ἀλλὰ εἶχε γεννηθεῖ χωρὶς μάτια, καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστὸ ἐδῶ τοῦ Κυρίου: ὅτι φτιάχνει μάτια ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ Κυρίου μᾶς παραπέμπει στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου: «….καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Ἐδῶ πάλι «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ». Δὲν τoῦ ἔδωσε ξένα μάτια, ἀλλὰ ἔφτιαξε δικά του μάτια ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, ὅπως ἔπλασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Καὶ ἀκόμη δὲν ἔφτιαξε τὸν πηλὸ μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ τὸ πτύσμα του, «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος».

Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἔλαβε τὸ χῶμα ὁ Θεός καὶ ἔφτιαξε ἄνθρωπο καὶ ἐμφύσησε στὸ πρόσωπό του χορηγῶν πνοὴν ζωῆς. Ἐδῶ «ἔπτυσε χαμαὶ», καὶ τὸ πτύσμα αὐτὸ ἔχει μέσα καὶ τὴ θεία πνοή, τὸ θεῖο φύσημα. Βεβαίως τὸν προτρέπει νὰ πλυθεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ˙ πηγαίνει νίβεται καὶ βλέπει τὸ φῶς. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας εἶχε τὴν θαυματουργικὴ δύναμη ποὺ τὸν θεράπευσε, ἀλλὰ ἡ συνέπειά του στὴν Θεϊκὴ προτροπὴ ἔφερε τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Τὸ νερὸ δὲν ἔδωσε τὴ ζωὴ στὸ χῶμα, ἀλλὰ φανέρωσε τὴ νέα ζωή, τὰ νέα μάτια τοῦ τυφλοῦ ποὺ βλέπουν τὸ φῶς: «ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων».

Οἱ Φαρισαῖοι τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό τους δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ κυρίως νὰ δεχτοῦν τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ· ἔλεγαν καὶ ξαναρωτοῦσαν αὐτοὺς ποὺ γνώριζαν τὸν πρώην τυφλὸ «πῶς ἀνέβλεψεν;». Καὶ ἐνῶ αὐτὸς φώναζε μὲ ὅση δύναμη εἶχε: «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα», δὲν ἔβλεπαν καὶ δὲν ἄκουγαν τὴν ἀλήθεια, ἐπιμένοντας νὰ λέγουν μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἐγωϊσμό: «ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καὶ ἀκόμη ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀναμάρτητο Χριστό: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστίν», στηρίζοντας τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ Κυρίου στὴν ἐκ μέρους Του κατάλυση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου «ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», «ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς».

Μεγάλο κακὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐμπόδιό του στὸ ἀντίκρυσμα τῆς ἀλήθειας ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁδηγεῖ στὴν πλάνη καὶ στηρίζει τὴν ἀπιστία, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν φαρισαίων. Ἑνῶ ἕνας ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, ἄν καὶ σωματικὰ τυφλός, μπορεῖ καὶ βλέπει τὴν ἀλήθεια: «δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ποὺ μὲ θεράπευσε, γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς, οὔτε ποτὲ ἀκούστηκε στὸν κόσμο πὼς ἄνοιξε κανεὶς τὰ μάτια κάποιου ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε τυφλὸς». Καὶ ἡ ἀλήθεια ὁδηγεῖ πάντοτε στὴν ἀποδοχή της καὶ στὴ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ «πιστεύω Κύριε» καὶ «προσεκύνησεν αὐτῷ».

Ἀδελφοί μου, ἂς κρατήσουμε ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, ἐκριζώνοντας τὸν ἐγωϊσμὸ ποὺ μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε μόνο τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ ἀντικρύσουμε καὶ μεῖς τὸ φῶς ποὺ εἶδε ὁ τυφλός, ὅταν οἱ ἄλλοι πεισματικὰ παραμένουν στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ τό Φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ ζωογονεῖ καὶ νοηματίζει τὴ ζωή μας, ἐπειδὴ μᾶς συνδέει μὲ τὸν ἀδελφό μας. Αὐτὸ τὸ Φῶς ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει  αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία  «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή» καὶ τὸ ὁποῖο ἀντικρύζοντας ἀναφωνοῦμε καὶ ἐμεῖς «πιστεύω Κύριε» καὶ δοξολογοῦμε τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν «ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». 

 Ἀμήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ἰωάν. ιζ΄1-13 )
28 Μαΐου 2017

Ἡ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς μεγάλης ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ποὺ ὁ Χριστὸς ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα λίγο πρὸ τοῦ Πάθους του. Σὲ αὐτὴ διευκρινίζει ὁ Κύριος, ὅτι ἡ αἰώνιος ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὡς γνώση καὶ σχέση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ὡς μετοχὴ στὴ ζωή, στὸ πάθος καὶ στὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴ ζωὴ καὶ στὴν ἀνάστασή Tου.

Ἡ ἰδέα γιὰ τὴν αἰώνιο ζωὴ εἶναι ἔμφυτη στὸν ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ ὅλοι σὲ ὅλο τὸν κόσμο πιστεύουν σὲ αὐτή. Εἴτε εἶναι πιστοὶ κάποιας θρησκείας εἴτε ἄπιστοι, ὅλοι ἔχουν ἀντίληψη μιᾶς μετὰ θάνατον συνέχειας τῆς ζωῆς καὶ ἐπιβίωσης τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου.

Στὸν Χριστιανισμό, σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ Κύριος ἀναφέρει στὰ Εὐαγγέλια καὶ ὅπως ἡ παράδοση τῶν Πατέρων τὰ ἑρμήνευσε, ἡ αἰώνιος ζωὴ δὲν ἀφορᾶ μόνο σὲ μία μετὰ θάνατον συνέχιση τῆς ζωῆς, ἀλλὰ σὲ κάτι πιὸ βαθὺ καὶ πιὸ οὐσιαστικό. Πρῶτα πρῶτα στὸν Χριστιανισμὸ δὲν ὑπάρχει πλέον θάνατος. Αὐτὸς νικήθηκε διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα, αὐτὸ ποὺ λέμε αἰώνιος ζωὴ εἶναι ἡ ζωὴ κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία ὅμως ἀρχίζει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ συνεχίζεται, ὡς τέλεια, καὶ ὡς μακαρία καὶ ἀληθινὴ ζωὴ κοντὰ στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Ἀφορᾶ στὴ γνώση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὡς συμμετοχὴ στὴ ζωὴ καὶ τὴ δόξα Του. Ἡ αἰώνιος ζωὴ εἶναι τελικὰ ἡ κοινωνία ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, εἶναι ἡ δωρεὰ τῆς δόξας Του στὸν ἄνθρωπο.

Οἱ ἄνθρωποι στὴ μακαριότητα τῆς αἰωνότητας θὰ συμμετέχουν στὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τοῦ Παραδείσου, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκεῖ, στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, δὲν θὰ ὑπάρχει θλίψη καὶ πόνος καὶ ταλαιπωρία καὶ ἀσθένεια καὶ θάνατος καὶ πένθος καὶ δάκρυα. Στὴν κατάσταση τῆς αἰωνίου ζωῆς τὰ πάντα θὰ εἶναι καινά. Θὰ βασιλεύει ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀρετή, ἡ ὁμόνοια, ἡ εἰρήνη, ἡ ἀγάπη: «τὰ πάντα ἐν εἰρήνῃ καὶ εὐφροσύνῃ καὶ χαρᾷ ἔσται. Πάντα εὔδια καὶ γαληνά, πάντα ἡμέρα καὶ λαμπρότης καὶ φῶς», ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀποκάλυπτε τὴν πραγματικότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς ὅδευε πρὸς τὸ Πάθος καὶ πρὸς τὸν τὸν θάνατο. Παρόλα αὐτὰ ὁμιλεῖ γιὰ χαρά, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἔχει καὶ μπορεῖ νὰ μεταδώσει καὶ στοὺς μαθητές του. Ἡ χαρὰ αὐτὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ψεύτικη καὶ ἐπιφανειακὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία οὐδέποτε διαρκεῖ γιὰ πολὺ καὶ εἶναι πάντοτε συνυφασμένη μὲ τὸν πόνο. Ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ περνᾶ μὲν ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Σταυροῦ, ὅμως, ἐγκαθίσταται ἀδιατάρακτη πλέον στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε γνήσιου μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ προσφέρεται ὡς ἀτελεύτητη στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

 Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι καρπὸς ἀγῶνα καὶ δωρίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς ἐσωτερικὴ εἰρηνικὴ καὶ εὐφρόσυνη κατάσταση. Ὁ προαπαιτούμενος ἀγῶνας χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ κατ’ ἐπέκταση ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολές του, τὴν τήρηση τῆς συνείδησης, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴ φιλανθρωπία πρὸς τοὺς δυστυχοῦντας. Ὁ κόσμος οὐδεμία σταθερὴ χαρὰ  προσφέρει, διότι ὅλες οἱ τέρψεις μεταβάλλονται σὲ λύπες καὶ στεναγμούς. Τὸ μόνο σταθερὸ στοιχεῖο αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι ὁ Σωτῆρας Χριστὸς καὶ ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι παραμονή του στὸν κόσμο. Ζῶντας κανεὶς σὲ κοινωνία μαζί του μπορεῖ νὰ χαρεῖ πραγματικά, νὰ χαρεῖ δηλαδὴ «ἐν Κυρίῳ» κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.

 Οἱ Χριστιανοί πρέπει νὰ ζοῦμε καθὼς ἁρμόζει στὴν κλήση μας, δὲν ἐπηρεαζόμαστε ἀρνητικὰ ἀπὸ τὰ δυσάρεστα τοῦ κόσμου καὶ δὲν πασχίζουμε νὰ βροῦμε παρηγοριὰ στὰ ἐφήμερα τῆς καθημερινότητας, τοῦ πλούτου καὶ τῆς ἡδονῆς. Ἡ προσοχὴ καὶ ἡ ἐλπίδα μας βρίσκονται στὸν ἀγῶνα μίμησης τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι χαιρόμαστε καὶ ταυτόχρονα ἀναμένουμε τὴ συνέχεια τῆς ζωῆς μας στὴν αἰωνιότητα τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν Θεό. 

Ἀμήν.